σηματοδοτώ

σηματοδοτώ
(ε) αμετ. сигнализировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σηματοδοτώ" в других словарях:

  • σηματοδοτώ — σηματοδοτώ, σηματοδότησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σηματοδοτώ — Ν [σηματοδότης] 1. μεταδίδω σήματα 2. τοποθετώ σηματοδότηση 3. μτφ. σημαίνω, επισημαίνω, ενημερώνω …   Dictionary of Greek

  • σηματοδοτώ — σηματοδότησα, σηματοδοτήθηκα, σηματοδοτημένος 1. δίνω σήμα, τοποθετώ ένα σηματοδότη. 2. μτφ., επιτρέπω ν’ αρχίσει μια διαδικασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σηματοδότηση — η, Ν [σηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση 2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»